Αόριστος (αρχαία ελληνικά)
Στη γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, συμπεριλαμβανομένου της ελληνιστικής κοινής, ο αόριστος είναι ο χρόνος ο οποίος εκφράζει κάτι που έγινε κάποια άγνωστη στιγμή στο παρελθόν. Ο αόριστος, όπως και ο ενεστώτας και ο παρακείμενος, μαρτυράται σε όλες τις διαθέσεις και τις φωνές.